Καθαγιάζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: καθαγιάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šūkauti, hallow, Svaidīt, pašvęsti, ei
Καθαγιάζω στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθαγιάζω

καθαγιάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καθαγιάζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • καθήκον στα λιθουανικά - užduotis, darbas, muitas, uždavinys, užduotį, užduočių
  • καθίζω στα λιθουανικά - vieta, sėdėti, sėdi, posėdžiauja, pasėdėti, atsisėsti
  • καθαιρώ στα λιθουανικά - lustrate
  • καθαρά στα λιθουανικά - neto, grynasis, grynoji, grynosios, grynojo
Τυχαίες λέξεις
Καθαγιάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: šūkauti, hallow, Svaidīt, pašvęsti, ei