Καθαγιάζω στα λιθουανικά
Μετάφραση: καθαγιάζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
šūkauti, hallow, Svaidīt, pašvęsti, ei
![Καθαγιάζω στα λιθουανικά Καθαγιάζω στα λιθουανικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-gr-lt-4122.png)
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθαγιάζω
καθαγιάζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, καθαγιάζω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- καθήκον στα λιθουανικά - užduotis, darbas, muitas, uždavinys, užduotį, užduočių
- καθίζω στα λιθουανικά - vieta, sėdėti, sėdi, posėdžiauja, pasėdėti, atsisėsti
- καθαιρώ στα λιθουανικά - lustrate
- καθαρά στα λιθουανικά - neto, grynasis, grynoji, grynosios, grynojo
Τυχαίες λέξεις
Καθαγιάζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: šūkauti, hallow, Svaidīt, pašvęsti, ei
Μεταφράσεις: šūkauti, hallow, Svaidīt, pašvęsti, ei