Προσωπικότητα στα γερμανικά
Μετάφραση: προσωπικότητα, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
persönlichkeit, Persönlichkeit, Persönlichkeits, Person
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπικότητα
προσωπικότητα τύπου d, προσωπικότητα ετυμολογία, προσωπικότητα χαρακτήρας, προσωπικότητα και ατομικές διαφορές, προσωπικότητα συνώνυμο, προσωπικότητα λεξικό γλώσσας γερμανικά, προσωπικότητα στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- προσωπικό στα γερμανικά - personalbestand, stab, belegschaft, personal, fakultät, Personal, Mitarbeiter, ...
- προσωπικός στα γερμανικά - persönlich, persönlichen, persönliche, persönlicher, personenbezogenen
- προσωποποιώ στα γερμανικά - imitieren, nachahmen, verkörpern, auszugeben, ausgeben
- προσωρινά στα γερμανικά - zeitweilig, vorübergehend, augenblicklich, temporär, zeit, zeitweise
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικότητα στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: persönlichkeit, Persönlichkeit, Persönlichkeits, Person
Μεταφράσεις: persönlichkeit, Persönlichkeit, Persönlichkeits, Person