Προσωπικότητα στα τούρκικα

Μετάφραση: προσωπικότητα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kişilik, kişiliği, bir kişilik, personality
Προσωπικότητα στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπικότητα

προσωπικότητα τύπου d, προσωπικότητα ετυμολογία, προσωπικότητα χαρακτήρας, προσωπικότητα και ατομικές διαφορές, προσωπικότητα συνώνυμο, προσωπικότητα λεξικό γλώσσας τούρκικα, προσωπικότητα στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • προσωπικό στα τούρκικα - personel, fakülte, personeli, staff, çalışanları
  • προσωπικός στα τούρκικα - özel, kişisel, kişisel bir, bireysel
  • προσωποποιώ στα τούρκικα - taklit etmek, taklit, kimliğine bürünmek, almasına, özelliklerini almasına
  • προσωρινά στα τούρκικα - geçici olarak, geçici, geçici bir süre
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικότητα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: kişilik, kişiliği, bir kişilik, personality