Προσωπικότητα στα ισλανδικά
Μετάφραση: προσωπικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
persónuleika, persónuleiki, persónuleikinn, persónuleikaröskun
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπικότητα
προσωπικότητα τύπου d, προσωπικότητα ετυμολογία, προσωπικότητα χαρακτήρας, προσωπικότητα και ατομικές διαφορές, προσωπικότητα συνώνυμο, προσωπικότητα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, προσωπικότητα στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- προσωπικό στα ισλανδικά - manna, starfsfólk, boði, starfsmenn, starfsfólki, starfsmanna
- προσωπικός στα ισλανδικά - persónulega, persónuleg, persónulegar, Personal, persónulegt
- προσωποποιώ στα ισλανδικά - líkja, túlka, líkja eftir, þykjast, þykjast vera
- προσωρινά στα ισλανδικά - tímabundið, stundarsakir, um stundarsakir, skamms tíma, til skamms tíma
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικότητα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: persónuleika, persónuleiki, persónuleikinn, persónuleikaröskun
Μεταφράσεις: persónuleika, persónuleiki, persónuleikinn, persónuleikaröskun