Προσωπικότητα στα δανικά
Μετάφραση: προσωπικότητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
personlighed, person, personligheden, personer
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπικότητα
προσωπικότητα τύπου d, προσωπικότητα ετυμολογία, προσωπικότητα χαρακτήρας, προσωπικότητα και ατομικές διαφορές, προσωπικότητα συνώνυμο, προσωπικότητα λεξικό γλώσσας δανικά, προσωπικότητα στα δανικά
Μεταφράσεις
- προσωπικό στα δανικά - personale, personalet, ansatte, medarbejdere, medarbejderstab
- προσωπικός στα δανικά - egen, personlig, personlige, personligt, personoplysninger
- προσωποποιώ στα δανικά - udgive, efterligne, udgive dig, udgive dig for, udgive sig
- προσωρινά στα δανικά - midlertidig, midlertidigt, midlertidigt at, om midlertidig, der midlertidigt
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικότητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: personlighed, person, personligheden, personer
Μεταφράσεις: personlighed, person, personligheden, personer