Προσωπικότητα στα τσεχικά
Μετάφραση: προσωπικότητα, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
osobitost, svéráznost, osobnost, osobnosti, osobností, osobnostní
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπικότητα
προσωπικότητα τύπου d, προσωπικότητα ετυμολογία, προσωπικότητα χαρακτήρας, προσωπικότητα και ατομικές διαφορές, προσωπικότητα συνώνυμο, προσωπικότητα λεξικό γλώσσας τσεχικά, προσωπικότητα στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- προσωπικό στα τσεχικά - žerď, tyč, osazenstvo, obsluha, berla, klacek, hůl, ...
- προσωπικός στα τσεχικά - vlastní, personální, osobní, individuální, osobních, osobního, osobním, ...
- προσωποποιώ στα τσεχικά - zosobňovat, ztělesnit, ztělesňovat, zosobnit, imitovat, napodobovat, vydávat se
- προσωρινά στα τσεχικά - provizorně, prozatímně, okamžitě, přechodně, momentálně, dočasně, dočasné, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικότητα στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: osobitost, svéráznost, osobnost, osobnosti, osobností, osobnostní
Μεταφράσεις: osobitost, svéráznost, osobnost, osobnosti, osobností, osobnostní