Προσωπικότητα στα ουγγρικά
Μετάφραση: προσωπικότητα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
személyiség, személyiséggel, személyisége, személyiségét, személyiséggel rendelkezik
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπικότητα
προσωπικότητα τύπου d, προσωπικότητα ετυμολογία, προσωπικότητα χαρακτήρας, προσωπικότητα και ατομικές διαφορές, προσωπικότητα συνώνυμο, προσωπικότητα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, προσωπικότητα στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- προσωπικό στα ουγγρικά - vezérkar, vonalrendszer, személyzet, munkatársak, alkalmazottak, személyzete, munkatársai, ...
- προσωπικός στα ουγγρικά - személyes, személyi, a személyes, egyéni, név
- προσωποποιώ στα ουγγρικά - megtestesít, megszemélyesíteni, adja ki magát, megszemélyesítsen
- προσωρινά στα ουγγρικά - futólagosan, ideiglenesen, átmenetileg, ideiglenes, átmeneti, időlegesen
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικότητα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: személyiség, személyiséggel, személyisége, személyiségét, személyiséggel rendelkezik
Μεταφράσεις: személyiség, személyiséggel, személyisége, személyiségét, személyiséggel rendelkezik