Προσωπικότητα στα φινλανδικά
Μετάφραση: προσωπικότητα, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
luonne, persoona, persoonallisuus, persoonallisuuden, persoonallisuutta, asema
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπικότητα
προσωπικότητα τύπου d, προσωπικότητα ετυμολογία, προσωπικότητα χαρακτήρας, προσωπικότητα και ατομικές διαφορές, προσωπικότητα συνώνυμο, προσωπικότητα λεξικό γλώσσας φινλανδικά, προσωπικότητα στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- προσωπικό στα φινλανδικά - patukka, esikunta, henkilöstö, henkilökunta, sauva, henkilökunnan, henkilöstön, ...
- προσωπικός στα φινλανδικά - omakohtainen, oma, henkilökohtainen, henkilötietojen, henkilökohtaisia, henkilökohtaisen, henkilökohtaista
- προσωποποιώ στα φινλανδικά - henkilöityä, henkilöidä, imitoida, matkia, esiintyä, tekeytyä, matkimaan
- προσωρινά στα φινλανδικά - väliaikaisesti, tilapäisesti, väliaikaisesta
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικότητα στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: luonne, persoona, persoonallisuus, persoonallisuuden, persoonallisuutta, asema
Μεταφράσεις: luonne, persoona, persoonallisuus, persoonallisuuden, persoonallisuutta, asema