Αμέσως στα δανικά
Μετάφραση: αμέσως, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
nu, straks, øjeblikkeligt, umiddelbart, omgående, samme
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμέσως
αμέσως συνώνυμα, αμέσως μετά τη σύλληψη, αμέσως άμεσα, αμέσως βικιλεξικο, αμέσωσ στα αγγλικά, αμέσως λεξικό γλώσσας δανικά, αμέσως στα δανικά
Μεταφράσεις
- αμέλεια στα δανικά - forsømme, uagtsomhed, forsømmelighed, forsømmelse, forsømmelser, uagtsomt
- αμέριμνος στα δανικά - muntre, munter, sorgløs, let om hjertet, muntert
- αμίαντος στα δανικά - asbest, af asbest, asbestholdige, for asbest
- αμαθής στα δανικά - ulærd, ulærde, unlearned, uvidende, ukyndige
Τυχαίες λέξεις
Αμέσως στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: nu, straks, øjeblikkeligt, umiddelbart, omgående, samme
Μεταφράσεις: nu, straks, øjeblikkeligt, umiddelbart, omgående, samme