Αμέσως στα φινλανδικά
Μετάφραση: αμέσως, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pikimmiten, välittömästi, heti, oikopäätä, oitis, viipymättä
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμέσως
αμέσως συνώνυμα, αμέσως μετά τη σύλληψη, αμέσως άμεσα, αμέσως βικιλεξικο, αμέσωσ στα αγγλικά, αμέσως λεξικό γλώσσας φινλανδικά, αμέσως στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- αμέλεια στα φινλανδικά - huolettomuus, laiminlyödä, huolimattomuus, huolimattomuudesta, laiminlyöntien, huolimattomuuden, laiminlyöntiin
- αμέριμνος στα φινλανδικά - huoleton, hilpeä, hilpeän, kevyeksi, iloisen, kevytmielinen
- αμίαντος στα φινλανδικά - asbesti, asbestia, asbestin, asbestille, asbestista
- αμαθής στα φινλανδικά - oppimaton, harjaantumaton, oppimattomia, oppimatoin, oppimattoman, unlearned
Τυχαίες λέξεις
Αμέσως στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: pikimmiten, välittömästi, heti, oikopäätä, oitis, viipymättä
Μεταφράσεις: pikimmiten, välittömästi, heti, oikopäätä, oitis, viipymättä