Αμέσως στα ουγγρικά
Μετάφραση: αμέσως, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
amint, mihelyt, közvetlenül, azonnal, haladéktalanul, azonnali, rögtön
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμέσως
αμέσως συνώνυμα, αμέσως μετά τη σύλληψη, αμέσως άμεσα, αμέσως βικιλεξικο, αμέσωσ στα αγγλικά, αμέσως λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αμέσως στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- αμέλεια στα ουγγρικά - elhanyagolás, hanyagság, gondatlanság, gondatlanságból, gondatlansága, hanyagsága
- αμέριμνος στα ουγγρικά - jókedvű, vidám, könnyed, gondtalan
- αμίαντος στα ουγγρικά - azbeszt, azbeszttel, azbesztet, azbesztnek, az azbeszt
- αμαθής στα ουγγρικά - tanulatlan, tanulatlanok, írástudatlan, avatatlan, tudatlan
Τυχαίες λέξεις
Αμέσως στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: amint, mihelyt, közvetlenül, azonnal, haladéktalanul, azonnali, rögtön
Μεταφράσεις: amint, mihelyt, közvetlenül, azonnal, haladéktalanul, azonnali, rögtön