Αμέσως στα ισλανδικά

Μετάφραση: αμέσως, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þegar, strax, tafarlaust, þegar í stað, stað, samstundis
Αμέσως στα ισλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμέσως

αμέσως συνώνυμα, αμέσως μετά τη σύλληψη, αμέσως άμεσα, αμέσως βικιλεξικο, αμέσωσ στα αγγλικά, αμέσως λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αμέσως στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • αμέλεια στα ισλανδικά - vanrækslu, gáleysi, vanræksla, gáleysis, gáleysi
  • αμέριμνος στα ισλανδικά - ljós-hjarta
  • αμίαντος στα ισλανδικά - asbest, asbestmagn
  • αμαθής στα ισλανδικά - fávís, unlearned
Τυχαίες λέξεις
Αμέσως στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: þegar, strax, tafarlaust, þegar í stað, stað, samstundis