Αμέσως στα ουκρανικά
Μετάφραση: αμέσως, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зразу, миттєво, екземпляр, негайно, відразу
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμέσως
αμέσως συνώνυμα, αμέσως μετά τη σύλληψη, αμέσως άμεσα, αμέσως βικιλεξικο, αμέσωσ στα αγγλικά, αμέσως λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αμέσως στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- αμέλεια στα ουκρανικά - нехтувати, нехтування, зневага, зневажати, недбалість, недбальство
- αμέριμνος στα ουκρανικά - веселий, веселе, весела, веселу
- αμίαντος στα ουκρανικά - азбест, азбесту, асбест
- αμαθής στα ουκρανικά - необізнаний, неосвічений, недосвідчений, неграмотний, неписьменний, безграмотний, неписьменна, ...
Τυχαίες λέξεις
Αμέσως στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: зразу, миттєво, екземпляр, негайно, відразу
Μεταφράσεις: зразу, миттєво, екземпляр, негайно, відразу