Γόνατο στα δανικά
Μετάφραση: γόνατο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
knæ, knæet, knæ-
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γόνατο
γόνατο μηνίσκος, γόνατο του άλτη, γόνατο της νοικοκυράς, γόνατο του δρομέα, γόνατο ανατομία, γόνατο λεξικό γλώσσας δανικά, γόνατο στα δανικά
Μεταφράσεις
- γόμφος στα δανικά - fælles, led, pind, PEG, tap, tappen
- γόνατα στα δανικά - lap, skød, skødet, omgang, omgangstid
- γόνδολα στα δανικά - Gondola, gondolen, gondol, Gondolpladsen
- γόνιμος στα δανικά - frugtbar, frugtbare, frugtbart, fertile, frodige
Τυχαίες λέξεις
Γόνατο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: knæ, knæet, knæ-
Μεταφράσεις: knæ, knæet, knæ-