Γόνατο στα ιταλικά
Μετάφραση: γόνατο, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ginocchio, del ginocchio, al ginocchio, ginocchia, di ginocchio
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γόνατο
γόνατο μηνίσκος, γόνατο του άλτη, γόνατο της νοικοκυράς, γόνατο του δρομέα, γόνατο ανατομία, γόνατο λεξικό γλώσσας ιταλικά, γόνατο στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- γόμφος στα ιταλικά - spillo, giuntura, cuneo, articolazione, spinello, spilla, spinotto, ...
- γόνατα στα ιταλικά - tappa, grembo, giro, lappare, lap, ginocchia, sul giro
- γόνδολα στα ιταλικά - gondola, cabinovia, funivia, gondole, telecabina
- γόνιμος στα ιταλικά - opimo, fertile, fertili, fecondo, feconda, fertilità
Τυχαίες λέξεις
Γόνατο στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: ginocchio, del ginocchio, al ginocchio, ginocchia, di ginocchio
Μεταφράσεις: ginocchio, del ginocchio, al ginocchio, ginocchia, di ginocchio