Γόνατο στα ισλανδικά
Μετάφραση: γόνατο, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kné, hné, hnéð, hnénu, að hné
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γόνατο
γόνατο μηνίσκος, γόνατο του άλτη, γόνατο της νοικοκυράς, γόνατο του δρομέα, γόνατο ανατομία, γόνατο λεξικό γλώσσας ισλανδικά, γόνατο στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- γόμφος στα ισλανδικά - samvirkur, Peg, fastgengisstefna, pinna, fastgengisstefnunnar, titturinn
- γόνατα στα ισλανδικά - hringur, hring, Lap, Hringtími, Hringur, Hringtímar
- γόνδολα στα ισλανδικά - Gondola, kláfinn, gondóla
- γόνιμος στα ισλανδικά - frjósöm, frjósamur, frjó, frjósamt, barneignaraldri
Τυχαίες λέξεις
Γόνατο στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: kné, hné, hnéð, hnénu, að hné
Μεταφράσεις: kné, hné, hnéð, hnénu, að hné