Γόνατο στα ολλανδικά

Μετάφραση: γόνατο, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
knie, de knie, knieën, knie-
Γόνατο στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γόνατο

γόνατο μηνίσκος, γόνατο του άλτη, γόνατο της νοικοκυράς, γόνατο του δρομέα, γόνατο ανατομία, γόνατο λεξικό γλώσσας ολλανδικά, γόνατο στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • γόμφος στα ολλανδικά - keg, gewricht, spie, naald, algemeen, geleding, wig, ...
  • γόνατα στα ολλανδικά - ronde, kabbelen, klapperen, plassen, schoot, lap, overlapping, ...
  • γόνδολα στα ολλανδικά - gondel, Gondola, gondelbaan, de Gondel, gondellift
  • γόνιμος στα ολλανδικά - vruchtbaar, vruchtbare, de vruchtbare, een vruchtbare, vruchtbaarste
Τυχαίες λέξεις
Γόνατο στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: knie, de knie, knieën, knie-