Γόνατο στα ουκρανικά
Μετάφραση: γόνατο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
місить, коліно, коліна
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γόνατο
γόνατο μηνίσκος, γόνατο του άλτη, γόνατο της νοικοκυράς, γόνατο του δρομέα, γόνατο ανατομία, γόνατο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, γόνατο στα ουκρανικά
Μεταφράσεις
- γόμφος στα ουκρανικά - кілочок, звідники, крючок, гачок, з'єднується, фішка, одруження, ...
- γόνατα στα ουκρανικά - коло, круг, кола
- γόνδολα στα ουκρανικά - кошик, гондола, гондоли
- γόνιμος στα ουκρανικά - плідний, рясний, плодючий, результативний, насичений, родючий, плодовитий
Τυχαίες λέξεις
Γόνατο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: місить, коліно, коліна
Μεταφράσεις: місить, коліно, коліна