Γόνατο στα σουηδικά
Μετάφραση: γόνατο, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
knä, knäet, knät, knän, knäleds
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γόνατο
γόνατο μηνίσκος, γόνατο του άλτη, γόνατο της νοικοκυράς, γόνατο του δρομέα, γόνατο ανατομία, γόνατο λεξικό γλώσσας σουηδικά, γόνατο στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- γόμφος στα σουηδικά - led, gemensam, kil, nål, skarv, stift, PEG, ...
- γόνατα στα σουηδικά - lap, varv, knä, varvet, höft
- γόνδολα στα σουηδικά - Gondol, gondol, Gondola, kabin, gondolen
- γόνιμος στα σουηδικά - fruktbar, bördig, fertil, fertila, fertilt, bördiga
Τυχαίες λέξεις
Γόνατο στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: knä, knäet, knät, knän, knäleds
Μεταφράσεις: knä, knäet, knät, knän, knäleds