Γόνατο στα λιθουανικά
Μετάφραση: γόνατο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kelis, kelio, kelių, kelio sąnario, iki kelių
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γόνατο
γόνατο μηνίσκος, γόνατο του άλτη, γόνατο της νοικοκυράς, γόνατο του δρομέα, γόνατο ανατομία, γόνατο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, γόνατο στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- γόμφος στα λιθουανικά - segtukas, sąnarys, smeigtukas, kablys, besti, kaištelis, gembinė, ...
- γόνατα στα λιθουανικά - etapas, juosmens, ratas, rato, lap
- γόνδολα στα λιθουανικά - gondola, gondolomis, Łódka, platforma
- γόνιμος στα λιθουανικά - derlingas, derlingos, derlinga, vaisingos, vaisingas
Τυχαίες λέξεις
Γόνατο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kelis, kelio, kelių, kelio sąnario, iki kelių
Μεταφράσεις: kelis, kelio, kelių, kelio sąnario, iki kelių