Γόνατο στα ουγγρικά
Μετάφραση: γόνατο, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
térd, térdét, a térd, térd-, térde
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γόνατο
γόνατο μηνίσκος, γόνατο του άλτη, γόνατο της νοικοκυράς, γόνατο του δρομέα, γόνατο ανατομία, γόνατο λεξικό γλώσσας ουγγρικά, γόνατο στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- γόμφος στα ουγγρικά - kapcsolás, faszeg, ujjperc, becsapolás, kapcsolódó, társas, alkalom, ...
- γόνατα στα ουγγρικά - cimpa, öl, kör, körben, lap, ölében
- γόνδολα στα ουγγρικά - gondola, gondolás, A Gondola, gondolázás, gondolával
- γόνιμος στα ουγγρικά - eredményes, termékeny, a termékeny, fertilis, termékenyek
Τυχαίες λέξεις
Γόνατο στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: térd, térdét, a térd, térd-, térde
Μεταφράσεις: térd, térdét, a térd, térd-, térde