Γόνατο στα πολωνικά
Μετάφραση: γόνατο, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kolanko, kolano, kolana, kolan, kolanowego, stawu kolanowego
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: γόνατο
γόνατο μηνίσκος, γόνατο του άλτη, γόνατο της νοικοκυράς, γόνατο του δρομέα, γόνατο ανατομία, γόνατο λεξικό γλώσσας πολωνικά, γόνατο στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- γόμφος στα πολωνικά - połączenie, udziałowy, cios, złącze, zawlekać, pinezka, igła, ...
- γόνατα στα πολωνικά - obieg, opłukiwać, zaleźć, otoczyć, żłopać, zakucie, pluskać, ...
- γόνδολα στα πολωνικά - gondola, gondoli, gondolą, gondolowa, gondolowy
- γόνιμος στα πολωνικά - żyzny, owocny, owocujący, chlebodajny, rodny, plenny, płodny, ...
Τυχαίες λέξεις
Γόνατο στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: kolanko, kolano, kolana, kolan, kolanowego, stawu kolanowego
Μεταφράσεις: kolanko, kolano, kolana, kolan, kolanowego, stawu kolanowego