Λεηλασία στα δανικά
Μετάφραση: λεηλασία, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
fyringen, afskedigelse, fyre, fyring, afskedigelsen
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λεηλασία
λεηλασία φρονημάτων, λεηλασία συνώνυμο, λεηλασία του χρόνου, λεηλασία μιας ζωής, λεηλασία στα αγγλικά, λεηλασία λεξικό γλώσσας δανικά, λεηλασία στα δανικά
Μεταφράσεις
- λεγεώνα στα δανικά - Legion, legio, hærskare, legionen
- λεζάντα στα δανικά - billedtekst, billedteksten, caption, overskriften, overskrift
- λεηλατώ στα δανικά - plyndre, strejftog, razzia, indtog, udflugt, plyndringstogt
- λειαίνω στα δανικά - planish
Τυχαίες λέξεις
Λεηλασία στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: fyringen, afskedigelse, fyre, fyring, afskedigelsen
Μεταφράσεις: fyringen, afskedigelse, fyre, fyring, afskedigelsen