Λεηλασία στα πορτογαλικά
Μετάφραση: λεηλασία, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
saque, despedimento, demissão, despedida, sacking
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λεηλασία
λεηλασία φρονημάτων, λεηλασία συνώνυμο, λεηλασία του χρόνου, λεηλασία μιας ζωής, λεηλασία στα αγγλικά, λεηλασία λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, λεηλασία στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- λεγεώνα στα πορτογαλικά - legião, Legion, uma legião, da legião, legiões
- λεζάντα στα πορτογαλικά - subtítulo, rubrica, legenda, caption, título
- λεηλατώ στα πορτογαλικά - pilhar, roubar, pilhagem, ameixa, saltear, incursão, investida, ...
- λειαίνω στα πορτογαλικά - safar, raspar, desempenar, aplainar, polir, alisar, laminar
Τυχαίες λέξεις
Λεηλασία στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: saque, despedimento, demissão, despedida, sacking
Μεταφράσεις: saque, despedimento, demissão, despedida, sacking