Λεηλασία στα λιθουανικά
Μετάφραση: λεηλασία, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kiltas, atleidimas, atleidimas iš, atleidus, atleidimas iš darbo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λεηλασία
λεηλασία φρονημάτων, λεηλασία συνώνυμο, λεηλασία του χρόνου, λεηλασία μιας ζωής, λεηλασία στα αγγλικά, λεηλασία λεξικό γλώσσας λιθουανικά, λεηλασία στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- λεγεώνα στα λιθουανικά - legionas, Legion, daugybė, legiono, begalė
- λεζάντα στα λιθουανικά - antraštė, caption, antraštę, užrašas, caption iš
- λεηλατώ στα λιθουανικά - grobis, įsiveržimas, įsiveržti, bandymas, najazdu, Najechać
- λειαίνω στα λιθουανικά - šlifuoti, poliruoti, lyginti, Poliruotos, Nogludināt
Τυχαίες λέξεις
Λεηλασία στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kiltas, atleidimas, atleidimas iš, atleidus, atleidimas iš darbo
Μεταφράσεις: kiltas, atleidimas, atleidimas iš, atleidus, atleidimas iš darbo