Λεηλασία στα ολλανδικά
Μετάφραση: λεηλασία, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
zakgoed, plundering, ontslaan, ontslag, het ontslaan
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λεηλασία
λεηλασία φρονημάτων, λεηλασία συνώνυμο, λεηλασία του χρόνου, λεηλασία μιας ζωής, λεηλασία στα αγγλικά, λεηλασία λεξικό γλώσσας ολλανδικά, λεηλασία στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- λεγεώνα στα ολλανδικά - legioen, legio, Legion, het Legioen, Legioen van
- λεζάντα στα ολλανδικά - onderschrift, opschrift, caption, bijschrift, titel
- λεηλατώ στα ολλανδικά - plunderen, roven, buit, buitmaken, stropen, inval, uitstapje, ...
- λειαίνω στα ολλανδικά - afschaven, schaven, polijsten, pletten, gladschaven, glad maken, planeren
Τυχαίες λέξεις
Λεηλασία στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: zakgoed, plundering, ontslaan, ontslag, het ontslaan
Μεταφράσεις: zakgoed, plundering, ontslaan, ontslag, het ontslaan