Λεηλασία στα ιταλικά
Μετάφραση: λεηλασία, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
licenziamento, saccheggio, sacking, saccheggi, di licenziamento
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λεηλασία
λεηλασία φρονημάτων, λεηλασία συνώνυμο, λεηλασία του χρόνου, λεηλασία μιας ζωής, λεηλασία στα αγγλικά, λεηλασία λεξικό γλώσσας ιταλικά, λεηλασία στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- λεγεώνα στα ιταλικά - legione, Legion, legioni, della Legione
- λεζάντα στα ιταλικά - intestazione, titolo, didascalia, voce, caption, abbreviata
- λεηλατώ στα ιταλικά - preda, saccheggiare, bottino, saccheggio, svaligiare, depredare, incursione, ...
- λειαίνω στα ιταλικά - abradere, planish
Τυχαίες λέξεις
Λεηλασία στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: licenziamento, saccheggio, sacking, saccheggi, di licenziamento
Μεταφράσεις: licenziamento, saccheggio, sacking, saccheggi, di licenziamento