Λεηλασία στα τούρκικα
Μετάφραση: λεηλασία, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yağmalama, çuval bezi, çuvallama, görevden, sacking
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: λεηλασία
λεηλασία φρονημάτων, λεηλασία συνώνυμο, λεηλασία του χρόνου, λεηλασία μιας ζωής, λεηλασία στα αγγλικά, λεηλασία λεξικό γλώσσας τούρκικα, λεηλασία στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- λεγεώνα στα τούρκικα - lejyon, Legion, lejyonu, birlik, kalabalık
- λεζάντα στα τούρκικα - başlık, resim yazısı, başlığı, caption, yazısı
- λεηλατώ στα τούρκικα - yağma, ganimet, akın, baskını, foray, baskın, atılım
- λειαίνω στα τούρκικα - preslemek, düzeltmek, döverek düzlemek, silindirle üzerinden geçmek
Τυχαίες λέξεις
Λεηλασία στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yağmalama, çuval bezi, çuvallama, görevden, sacking
Μεταφράσεις: yağmalama, çuval bezi, çuvallama, görevden, sacking