Μονοπώλιο στα δανικά
Μετάφραση: μονοπώλιο, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
monopol, monopolet, monopolstilling, eneret
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μονοπώλιο
μονοπώλιο πετραλωνα, μονοπώλιο βικιπαιδεια, μονοπώλιο στον οπαπ, μονοπώλιο οπαπ, μονοπώλιο επε, μονοπώλιο λεξικό γλώσσας δανικά, μονοπώλιο στα δανικά
Μεταφράσεις
- μονοπάτι στα δανικά - sti, vej, angrebet, stien, i angrebet
- μονοπάτια στα δανικά - stier, spor, trails, løjper
- μοντέλο στα δανικά - model, modellen
- μοντέρνος στα δανικά - moderne, det moderne, den moderne
Τυχαίες λέξεις
Μονοπώλιο στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: monopol, monopolet, monopolstilling, eneret
Μεταφράσεις: monopol, monopolet, monopolstilling, eneret