Μονοπώλιο στα λευκορωσικά
Μετάφραση: μονοπώλιο, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
манаполія
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μονοπώλιο
μονοπώλιο πετραλωνα, μονοπώλιο βικιπαιδεια, μονοπώλιο στον οπαπ, μονοπώλιο οπαπ, μονοπώλιο επε, μονοπώλιο λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, μονοπώλιο στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- μονοπάτι στα λευκορωσικά - сьтежачка, шлях, дарогу
- μονοπάτια στα λευκορωσικά - сьтежачка, сцежкі, сцяжыны, тропы
- μοντέλο στα λευκορωσικά - мадэль, выкананне
- μοντέρνος στα λευκορωσικά - сучасны, сучасную
Τυχαίες λέξεις
Μονοπώλιο στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: манаполія
Μεταφράσεις: манаполія