Μονοπώλιο στα ουκρανικά

Μετάφραση: μονοπώλιο, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
монополія, монополію
Μονοπώλιο στα ουκρανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μονοπώλιο

μονοπώλιο πετραλωνα, μονοπώλιο βικιπαιδεια, μονοπώλιο στον οπαπ, μονοπώλιο οπαπ, μονοπώλιο επε, μονοπώλιο λεξικό γλώσσας ουκρανικά, μονοπώλιο στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • μονοπάτι στα ουκρανικά - путь, слід, стежка, прокладати, шлях, стежина, колія, ...
  • μονοπάτια στα ουκρανικά - доріжка, дорога, стежина, путь, тропа, траєкторія, стежки, ...
  • μοντέλο στα ουκρανικά - краєвид, фасон, засіб, звичай, метод, мода, спосіб, ...
  • μοντέρνος στα ουκρανικά - арбітри, сучасний, сучасна, сучасне
Τυχαίες λέξεις
Μονοπώλιο στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: монополія, монополію