Μονοπώλιο στα λιθουανικά

Μετάφραση: μονοπώλιο, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
monopolis, monopolija, monopolį, monopolijos, monopolio
Μονοπώλιο στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μονοπώλιο

μονοπώλιο πετραλωνα, μονοπώλιο βικιπαιδεια, μονοπώλιο στον οπαπ, μονοπώλιο οπαπ, μονοπώλιο επε, μονοπώλιο λεξικό γλώσσας λιθουανικά, μονοπώλιο στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • μονοπάτι στα λιθουανικά - takas, bėgis, vytis, kelias, kelio, path, maršrutas
  • μονοπάτια στα λιθουανικά - takai, trasos, takų, takeliai, trasų
  • μοντέλο στα λιθουανικά - modelis, modelio, modelį, pavyzdys, Model
  • μοντέρνος στα λιθουανικά - modernus, moderni, šiuolaikinės, šiuolaikinė, modernios
Τυχαίες λέξεις
Μονοπώλιο στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: monopolis, monopolija, monopolį, monopolijos, monopolio