Μονοπώλιο στα σουηδικά
Μετάφραση: μονοπώλιο, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
monopol, monopolet
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: μονοπώλιο
μονοπώλιο πετραλωνα, μονοπώλιο βικιπαιδεια, μονοπώλιο στον οπαπ, μονοπώλιο οπαπ, μονοπώλιο επε, μονοπώλιο λεξικό γλώσσας σουηδικά, μονοπώλιο στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- μονοπάτι στα σουηδικά - väg, stig, bana, spår, sökväg, sökvägen, banan
- μονοπάτια στα σουηδικά - spår, stigar, vandringsleder, GPS spår
- μοντέλο στα σουηδικά - modell, föredöme, utforma, mannekäng, mönster, modellen
- μοντέρνος στα σουηδικά - modern, moderna, modernt, den moderna
Τυχαίες λέξεις
Μονοπώλιο στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: monopol, monopolet
Μεταφράσεις: monopol, monopolet