Μονοπώλιο στα εσθονικά

Μετάφραση: μονοπώλιο, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
monopol, monopoli, monopoolse, monopoolne, monopoolses
Μονοπώλιο στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: μονοπώλιο

μονοπώλιο πετραλωνα, μονοπώλιο βικιπαιδεια, μονοπώλιο στον οπαπ, μονοπώλιο οπαπ, μονοπώλιο επε, μονοπώλιο λεξικό γλώσσας εσθονικά, μονοπώλιο στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • μονοπάτι στα εσθονικά - tee, jälg, teekonnajoon, rada, järgnema, teed, liikujale, ...
  • μονοπάτια στα εσθονικά - jalgrada, suusarajad, murdmaasuusarajad, trails, rajad, matkarajad
  • μοντέλο στα εσθονικά - mudel, modell, mudeli, mudeli järgi, mudelit, näidisele
  • μοντέρνος στα εσθονικά - kaasaegne, tänapäeva, kaasaegse, kaasaegsete, kaasaegsed, kaasaegseid
Τυχαίες λέξεις
Μονοπώλιο στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: monopol, monopoli, monopoolse, monopoolne, monopoolses