Ντόπιος στα δανικά
Μετάφραση: ντόπιος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
native, indfødte, nativ, nativt, indfødt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ντόπιος
ντόπιος αγγλικά, ντόπιος συνώνυμο, σόφκα ντόπιος, ντόπιος στα αγγλικά, ξενόφερτα ντόπιος, ντόπιος λεξικό γλώσσας δανικά, ντόπιος στα δανικά
Μεταφράσεις
- ντροπαλότητα στα δανικά - generthed, skyhed, shyness, forlegenhed
- ντόμπρος στα δανικά - åbenhjertig, frimodig, udtalt, åbenhjertige, uforbeholdent
- ντόρος στα δανικά - larm, buzz, brummer, sladder, summen, rygter
- ντύνομαι στα δανικά - kjole, tøj, klæd, pynte, kjole op, dress up, klæde sig
Τυχαίες λέξεις
Ντόπιος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: native, indfødte, nativ, nativt, indfødt
Μεταφράσεις: native, indfødte, nativ, nativt, indfødt