Ντόπιος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ντόπιος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
роднай, родны, родная, родную, родной
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ντόπιος
ντόπιος αγγλικά, ντόπιος συνώνυμο, σόφκα ντόπιος, ντόπιος στα αγγλικά, ξενόφερτα ντόπιος, ντόπιος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ντόπιος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ντροπαλότητα στα λευκορωσικά - сарамлівасць
- ντόμπρος στα λευκορωσικά - адкрыты, адкрытая, шчырая, адкрытую, шчырую
- ντόρος στα λευκορωσικά - гул, гуд
- ντύνομαι στα λευκορωσικά - адзеньне, гарнiтур, адзежа, адзенне, сукня, прыбірацца, наряжаться
Τυχαίες λέξεις
Ντόπιος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: роднай, родны, родная, родную, родной
Μεταφράσεις: роднай, родны, родная, родную, родной