Ντόπιος στα εσθονικά

Μετάφραση: ντόπιος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sünnipärane, pärismaine, pärismaalane, pärit, emakeelena, natiivse, native, emakeel
Ντόπιος στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ντόπιος

ντόπιος αγγλικά, ντόπιος συνώνυμο, σόφκα ντόπιος, ντόπιος στα αγγλικά, ξενόφερτα ντόπιος, ντόπιος λεξικό γλώσσας εσθονικά, ντόπιος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ντροπαλότητα στα εσθονικά - häbelikkus, pelgus, argus, arglikkus
  • ντόμπρος στα εσθονικά - rannajärsak, bluffima, bluff, sõnaselge, avameelne, tegusama, Rääkida, ...
  • ντόρος στα εσθονικά - tüli, sahmerdamine, tegevus, sumisema, põrin, buzz, Buzzi, ...
  • ντύνομαι στα εσθονικά - rõivastus, kleit, riietuma, kleidi üles, dress up, Kaunistella, riietuda
Τυχαίες λέξεις
Ντόπιος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: sünnipärane, pärismaine, pärismaalane, pärit, emakeelena, natiivse, native, emakeel