Ντόπιος στα τούρκικα
Μετάφραση: ντόπιος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yerli, doğuştan, yerel, doğal, ana, nativ
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ντόπιος
ντόπιος αγγλικά, ντόπιος συνώνυμο, σόφκα ντόπιος, ντόπιος στα αγγλικά, ξενόφερτα ντόπιος, ντόπιος λεξικό γλώσσας τούρκικα, ντόπιος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ντροπαλότητα στα τούρκικα - utangaçlık, shyness, çekingenlik, utangaçlığı
- ντόμπρος στα τούρκικα - blöf, açık, içten, dürüst, açık sözlü, samimi, outspoken, ...
- ντόρος στα τούρκικα - vızıltı, buzz, bir vızıltı, Buzz'da
- ντύνομαι στα τούρκικα - giysi, süslemek, giyinmek, elbise, giydir, dress up
Τυχαίες λέξεις
Ντόπιος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yerli, doğuştan, yerel, doğal, ana, nativ
Μεταφράσεις: yerli, doğuştan, yerel, doğal, ana, nativ