Ντόπιος στα λιθουανικά
Μετάφραση: ντόπιος, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gimtasis, gimtoji, gimtosios, vietinių, gimtąją
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ντόπιος
ντόπιος αγγλικά, ντόπιος συνώνυμο, σόφκα ντόπιος, ντόπιος στα αγγλικά, ξενόφερτα ντόπιος, ντόπιος λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ντόπιος στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ντροπαλότητα στα λιθουανικά - drovumas, kuklumas, Kautrība, drovėjimasis
- ντόμπρος στα λιθουανικά - pasakytas, atviriau, nuoširdi, Atvirai, nuoširdus
- ντόρος στα λιθουανικά - skambutis, zvimbimas, Buzz, gandai
- ντύνομαι στα λιθουανικά - eilutė, apvilkti, apsirengti, suknelė, apdaras, puošniai apsirengti, Uzpost, ...
Τυχαίες λέξεις
Ντόπιος στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: gimtasis, gimtoji, gimtosios, vietinių, gimtąją
Μεταφράσεις: gimtasis, gimtoji, gimtosios, vietinių, gimtąją