Ντόπιος στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: ντόπιος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мајчин, родна, Алјаска, родната, мајчиниот
Ντόπιος στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ντόπιος

ντόπιος αγγλικά, ντόπιος συνώνυμο, σόφκα ντόπιος, ντόπιος στα αγγλικά, ξενόφερτα ντόπιος, ντόπιος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ντόπιος στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • ντροπαλότητα στα σλαβομακεδονικά - срамежливост, срамежливоста, претпазливоста, срамот
  • ντόμπρος στα σλαβομακεδονικά - отворен, отворениот, искрен, истакнат
  • ντόρος στα σλαβομακεδονικά - зуи
  • ντύνομαι στα σλαβομακεδονικά - се облекуваат, облекуваат, фустан, се облекуваат до, облекуваат до
Τυχαίες λέξεις
Ντόπιος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: мајчин, родна, Алјаска, родната, мајчиниот