Ανάρμοστος στα ισλανδικά

Μετάφραση: ανάρμοστος, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
unbefitting
Ανάρμοστος στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάρμοστος

ανάρμοστος λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ανάρμοστος στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανάπηρος στα ισλανδικά - óvirkt, fatlaður, óvirk, fatlaða, öryrkja
  • ανάπτυξη στα ισλανδικά - vöxtur, gróður, auking, þróun, þróunar, þroska, þróa
  • ανάρρωση στα ισλανδικά - bati, bata, endurheimt, endurheimtur
  • ανάρτηση στα ισλανδικά - dreifa, Sviflausnin, sviflausn, fjöðrun
Τυχαίες λέξεις
Ανάρμοστος στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: unbefitting