Ανάρμοστος στα νορβηγικά
Μετάφραση: ανάρμοστος, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
upassende, unbefitting
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάρμοστος
ανάρμοστος λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ανάρμοστος στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- ανάπηρος στα νορβηγικά - krøpling, invalid, ugyldig, deaktivert, funksjonshemmet, funksjonshemmede, deaktiveres, ...
- ανάπτυξη στα νορβηγικά - vekst, utvikling, utviklingen, utviklings, utbygging
- ανάρρωση στα νορβηγικά - helbredelse, rekonvalesens, utvinning, gjenoppretting, recovery, gjenvinning, utvinningen
- ανάρτηση στα νορβηγικά - stans, suspensjon, suspensjonen, fjæring
Τυχαίες λέξεις
Ανάρμοστος στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: upassende, unbefitting
Μεταφράσεις: upassende, unbefitting