Ανάρμοστος στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανάρμοστος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ongepast
Ανάρμοστος στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάρμοστος

ανάρμοστος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανάρμοστος στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανάπηρος στα ολλανδικά - invalide, uitgeschakeld, handicap, gehandicapte, een handicap
  • ανάπτυξη στα ολλανδικά - evolutie, ontwikkeling, groei, ontogenese, wasdom, de ontwikkeling, ontwikkeling van, ...
  • ανάρρωση στα ολλανδικά - herstel, terugwinning, terugvordering, recovery, nuttige toepassing
  • ανάρτηση στα ολλανδικά - pauze, rabat, verflauwing, besnoeiing, afslag, vermindering, rust, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανάρμοστος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: ongepast