Ανάρμοστος στα ιταλικά
Μετάφραση: ανάρμοστος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
unbefitting, indegna
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάρμοστος
ανάρμοστος λεξικό γλώσσας ιταλικά, ανάρμοστος στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ανάπηρος στα ιταλικά - infermo, mutilato, invalido, nullo, disabile, disabili, disabilitato, ...
- ανάπτυξη στα ιταλικά - svolgimento, sviluppo, crescita, evoluzione, lo sviluppo, di sviluppo, allo sviluppo, ...
- ανάρρωση στα ιταλικά - ripresa, ricupero, guarigione, emendazione, recupero, di recupero, ripristino, ...
- ανάρτηση στα ιταλικά - sosta, molleggio, dilazione, sospensione, sospensioni, di sospensione, la sospensione, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανάρμοστος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: unbefitting, indegna
Μεταφράσεις: unbefitting, indegna