Ανάρμοστος στα ουγγρικά

Μετάφραση: ανάρμοστος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
nem helyénvaló
Ανάρμοστος στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανάρμοστος

ανάρμοστος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ανάρμοστος στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ανάπηρος στα ουγγρικά - sánta, mozgássérült, rokkant, fogyatékkal, fogyatékkal élő, fogyatékos
  • ανάπτυξη στα ουγγρικά - terjeszkedés, fejlemény, növekmény, tumor, kialakulás, fejlesztés, fejlődés, ...
  • ανάρρωση στα ουγγρικά - felvirágzás, megtalálás, rekuperáció, megindulás, gyógyüdülés, felgyógyulás, lábadozás, ...
  • ανάρτηση στα ουγγρικά - felfüggesztés, rugózás, beszüntetés, kerékfelfüggesztés, félbeszakítás, szuszpenzió, felfüggesztése, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανάρμοστος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: nem helyénvaló