Ανάρμοστος στα τούρκικα
Μετάφραση: ανάρμοστος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yakışık almayan, uygunsuz, uygun olmayan
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάρμοστος
ανάρμοστος λεξικό γλώσσας τούρκικα, ανάρμοστος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ανάπηρος στα τούρκικα - geçersiz, sakat, engelli, devre dışı, engellilere yönelik, engellilere, özürlü
- ανάπτυξη στα τούρκικα - büyüme, gelişme, geliştirme, kalkınma, gelişimi, gelişim
- ανάρρωση στα τούρκικα - iyileşme, kurtarma, geri kazanım, kurtarılan, toparlanma
- ανάρτηση στα τούρκικα - süspansiyon, süspansiyonu, askı, asma
Τυχαίες λέξεις
Ανάρμοστος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yakışık almayan, uygunsuz, uygun olmayan
Μεταφράσεις: yakışık almayan, uygunsuz, uygun olmayan