Ανάρμοστος στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ανάρμοστος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
impróprio, unbefitting, indecoroso
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανάρμοστος
ανάρμοστος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανάρμοστος στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ανάπηρος στα πορτογαλικά - aleijar, inválido, deficientes, desativado, desabilitado, deficientes físicos
- ανάπτυξη στα πορτογαλικά - torne, desenvolvimento, rosnado, incrementar, crescimento, desenvolver, o desenvolvimento, ...
- ανάρρωση στα πορτογαλικά - recuperação, de recuperação, recuperação de, a recuperação, valorização
- ανάρτηση στα πορτογαλικά - abatimento, desconto, suspensão, pausa, de suspensão, suspensão de, suspens�, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανάρμοστος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: impróprio, unbefitting, indecoroso
Μεταφράσεις: impróprio, unbefitting, indecoroso