Εγχειρίζω στα ισλανδικά
Μετάφραση: εγχειρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
encheirizo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: εγχειρίζω
εγχειρίζω λεξικό, εγχειρίζω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, εγχειρίζω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- εγχείρηση στα ισλανδικά - skurðaðgerð, aðgerð, skurðlækningar, skurðaðgerðir, aðgerðin
- εγχειρίδιο στα ισλανδικά - handbók, Manual, Handvirkt, Handvirk, handvirka
- εγωισμός στα ισλανδικά - sjálfhverfu
- εγωιστής στα ισλανδικά - Egoist
Τυχαίες λέξεις
Εγχειρίζω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: encheirizo
Μεταφράσεις: encheirizo