Εγχειρίζω στα λιθουανικά

Μετάφραση: εγχειρίζω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
dirbti, veikti, encheirizo
Εγχειρίζω στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγχειρίζω

εγχειρίζω λεξικό, εγχειρίζω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, εγχειρίζω στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • εγχείρηση στα λιθουανικά - eksploatacija, darbas, operacija, chirurgija, chirurginė, operacijos, chirurgijos
  • εγχειρίδιο στα λιθουανικά - žinynas, vadovėlis, vadovas, vadovą, instrukcijos, vadovai, rankinis
  • εγωισμός στα λιθουανικά - egoizmas, egoizmo, egoizmą, egoizmui
  • εγωιστής στα λιθουανικά - egoistas, egoist, egoistiškas, Egoista, Egoists
Τυχαίες λέξεις
Εγχειρίζω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: dirbti, veikti, encheirizo