Εγχειρίζω στα ολλανδικά

Μετάφραση: εγχειρίζω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
functioneren, uitvoeren, werken, opereren, encheirizo
Εγχειρίζω στα ολλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: εγχειρίζω

εγχειρίζω λεξικό, εγχειρίζω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, εγχειρίζω στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • εγχείρηση στα ολλανδικά - handeling, operatie, bewerking, ingreep, chirurgie, heelkunde, de operatie, ...
  • εγχειρίδιο στα ολλανδικά - vademecum, gids, reisgids, handleiding, gidsboek, handboek, handmatig, ...
  • εγωισμός στα ολλανδικά - egoïsme, het egoïsme, egoisme, egoïsme te, egoïsme van
  • εγωιστής στα ολλανδικά - egoïst, egoist, egoïsten, egoïst is, egoïstisch
Τυχαίες λέξεις
Εγχειρίζω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: functioneren, uitvoeren, werken, opereren, encheirizo